- διασκάπτω
- (αόρ. διέσκαψα) μετ.1) прокапывать, прорывать; 2) разрушать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασκάπτω — dig through pres subj act 1st sg διασκάπτω dig through pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάπτω — (AM διασκάπτω) 1. ανοίγω αυλάκι σκάβοντας 2. καταστρέφω, ανατρέπω 3. ανασκάπτω, ξεσκάβω … Dictionary of Greek
διασκάπτῃ — διασκάπτω dig through pres subj mp 2nd sg διασκάπτω dig through pres ind mp 2nd sg διασκάπτω dig through pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάψῃ — διασκάπτω dig through aor subj mid 2nd sg διασκάπτω dig through aor subj act 3rd sg διασκάπτω dig through fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκαπτόντων — διασκάπτω dig through pres part act masc/neut gen pl διασκάπτω dig through pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάπτει — διασκάπτω dig through pres ind mp 2nd sg διασκάπτω dig through pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάπτοντα — διασκάπτω dig through pres part act neut nom/voc/acc pl διασκάπτω dig through pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάπτουσι — διασκάπτω dig through pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασκάπτω dig through pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάπτουσιν — διασκάπτω dig through pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασκάπτω dig through pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάψαι — διασκάπτω dig through aor inf act διασκάψαῑ , διασκάπτω dig through aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκάψομεν — διασκάπτω dig through aor subj act 1st pl (epic) διασκάπτω dig through fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)